- ἔπτυεν
- πτύωspit outimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπανθηρός — όν, Α ελαφρά χρωματισμένος με αίμα («ἔπτυεν ὑπανθηρόν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀνθηρός] … Dictionary of Greek